- ποιητάρης
- ο народный поэт (на Кипре)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ποιητάρης — ο, Ν μουσ. επαγγελματίας τραγουδιστής δημοτικών τραγουδιών με ικανότητα στη σύνθεση στίχων πάνω σε επίκαιρα θέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποιητής + κατάλ. άρης (πρβλ. λυρ άρης)] … Dictionary of Greek
ποιητάρης — ο πληθ. ηδες, λαϊκός ποιητής που απαγγέλλει τα ποιήματά του δημόσια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)